- υπηρετικός
- -ή, -ό / ὑπηρετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπηρέτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.)νεοελλ.1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά»)2. εξυπηρετικόςνεοελλ.-αρχ.το ουδ. ως ουσ. το υπηρετικόπλοίο στόλου για βοηθητικές υπηρεσίες, κυρίως για μεταβίβαση εντολών («ἀφικνεῑται ἐκ Μεθώνης τῆς Μακεδονίας ὑπηρετικὸν εἰς Θάσον», Δημοσθ.)μσν.1. ο υποτεταγμένος, ο υποκείμενος2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στη διακονία τής Εκκλησίας3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπηρετικόνη διακονία, η υπηρεσία στον ναόαρχ.1. πρόθυμος να κάνει εξυπηρετήσεις2. ωφέλιμος3. υποτελής, σε αντιδιαστολή προς τον εξουσιαστικό4. φρ. «ὑπηρετικὸς κέλης» — μικρό βοηθητικό πλοίο (Ξεν.).επίρρ...υπηρετικώς / ὑπηρετικῶς ΝΜ- με την ιδιότητα τού υπηρέτη.
Dictionary of Greek. 2013.